- κατάκολλος
- κατά-κολλος, mit Leim vermischt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατάκολλος — κατάκολλος, ον (Α) ο αναμεμιγμένος με κόλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. έγ κολλος, παρά κολλος] … Dictionary of Greek
κατακόλλῳ — κατάκολλος mixed with glue masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek